Αναπαράγοντας ή δαπανώντας; Ένα πρόβλημα γενικής οικονομίας (και μια προτεινόμενη λύση)

Νίκος Δασκαλοθανάσης

Το χρήμα (ας αναχθούμε εδώ στον πιο παραδοσιακό του ορισμό) αποτελεί το κεφάλαιο. Να ίσως η πιο διαδεδομένη πλάνη σε ό,τι αφορά την πολιτική οικονομία. Οι κατέχοντες το κεφάλαιο είναι πάντοτε κάτοχοι χρήματος, είναι όμως όλοι οι κάτοχοι χρήματος κάτοχοι κεφαλαίου; Σαφώς όχι. Μια «οικονομική» συσσώρευση μπορεί να μετατραπεί μόνο δυνητικά σε κεφάλαιο. Θεωρητικώς, μπορεί να παραμείνει, ας πούμε, αδρανής, να μην γίνει ποτέ κεφάλαιο. Τι μετατρέπει όμως τη συσσώρευση σε κεφάλαιο; Ακριβώς, ένας συγκεκριμένος τρόπος διαχείρισης τής (ας πούμε πρωταρχικής) συσσώρευσης, που οδηγεί, μέσω των κατάλληλων κινήσεων (ας πούμε μέσω των παραγωγικών επενδύσεων και του κέρδους), σε νέα συσσώρευση. Ο Μαρξ το υπογράμμισε σε όλους τους τόνους: μόνο μέσα από μια τέτοια διαδικασία γεννιέται (και αναπαράγεται) το κεφάλαιο.

Όμως τι δουλειά έχει μια τέτοια συζήτηση ως προοίμιο για την παρουσίαση μιας εικαστικής έκθεσης; Η απάντηση είναι απλή. Όσο κι αν μοιάζει εκ πρώτης όψεως παράξενο (στον «κόσμο» της σύγχρονης τέχνης όμως δεν είναι), η έκθεση του Δημήτρη Χαλάτση προτείνει, με τους δικούς της όρους, μια μικρογραφία διαχείρισης της οικονομικής συσσώρευσης πλάθοντας μπροστά στα μάτια μας ένα διπολικό (δηλαδή δομικό) σχήμα. Εδώ θα εστιάσουμε την προσοχή μας αποκλειστικά και μόνο σε όσα έργα τεκμηριώνουν με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο αυτό το σχήμα.

Από τη μια, μία τσιμεντωμένη κηρήθρα «παγώνει» δια παντός το συσσωρευμένο της απόθεμα, ένα στομάχι ζώου παγιδεύει εντός του την τροφή που καταναλώθηκε, τα εργαλεία του ρακοσυλλέκτη παραπέμπουν ευθέως στα ράκη που συλλέχτηκαν, οι μεταλλικοί πίθοι συσσωρεύουν το κόκκινο κρασί, τα ηλεκτρονικά μηχανήματα, ακόμη ανενεργά, εγκλείουν δυνητικά τη φοβερή ενέργεια των ηχοχρωμάτων. Όλα στέκουν στον τοίχο ή στο δάπεδο ως μετωνυμικά ίχνη του συσσωρευμένου αποθέματος, ως «παραδοσιακά» εκθέματα εντός ενός συμβολικού (άχρονου) χρόνου. Κι απ’ την άλλη, στον έτερο πόλο του φάσματος, η διαχείριση του αποθέματος εκτυλίσσεται ως ενεργός διαδικασία στον πραγματικό χρόνο. Ο ίδιος ο καλλιτέχνης προβαίνει αιφνιδίως σε ενέργειες, σε πράξεις, σε επιτελέσεις. Τούτες οι πράξεις αφορούν τη διαχείριση του συσσωρευμένου αποθέματος (των έργων-πυκνωτών του αποθέματος) που μόλις περιγράψαμε. Αλλά για τι είδους διαχείριση πρόκειται; Η απάντηση είναι κάτι παραπάνω από σαφής. Πρόκειται για μια διαδικασία που αντιστρέφει την κίνηση της μετατροπής του συσσωρευμένου αποθέματος σε κεφάλαιο: εδώ το απόθεμα, αντί να αναπαράγεται, δαπανάται, άσκοπα εκ πρώτης όψεως. Η ενεργοποίηση μιας αντλίας οδηγεί το κρασί στον παρακείμενο υπόνομο, μέσω ενός σωλήνα που κρατά ο καλλιτέχνης. Λίγο αργότερα, οι «υπερλεξιστικές» του κραυγές, αναλώνουν την ηλεκτρονική ενέργεια της μικροφωνικής, μετατρέποντας την σε «άχρηστους», άλογους ήχους και κραδασμούς, που διαχέονται χωρίς να καταγράφονται, χωρίς να συσσωρεύονται (η σπαραγματική λέξη που μοιάζει να αρθρώνεται σιγά-σιγά με κάποια σαφήνεια, ίσως εδώ να αποτελεί αφηγηματικό πλεονασμό εντός ενός έργου νοηματικά ελλειπτικού). Δηλαδή τι; Υπάρχει κι άλλος τρόπος διαχείρισης του αποθέματος; Δεν είναι φυσικός νόμος η αναπαραγωγή του αποθέματος, η μετατροπή του σε κεφάλαιο;

Εδώ υπεισέρχεται, εκών-άκων, ο Bataille που δημοσιεύει το 1949 το πρώτο, και μάλλον το σημαντικότερο, μέρος (Το καταραμένο απόθεμα) της περί γενικής οικονομίας τριλογίας του – ένα βιβλίο αμφίσημο, εν πολλοίς προβληματικό, αλλά ευφυές. Το απόθεμα είναι για τον Bataille καταραμένο γιατί θέτει εξ ορισμού αυτό ακριβώς το αγωνιώδες πρόβλημα: να αναπαραχθεί (μετατρεπόμενο σε ολέθριο κεφάλαιο) ή να αναλωθεί (απειλώντας με αφανισμό όσους το συσσώρευσαν); Έστω κι εάν καταλήγει σε εντελώς συζητήσιμα συμπεράσματα ιδίως σε ό,τι αφορά τη σταλινική ΕΣΣΔ ή το σχέδιο Μάρσαλ (το βιβλίο δεν μπορεί να γίνει κατανοητό εκτός του ιστορικού περιβάλλοντος της πρώιμης ψυχροπολεμικής περιόδου), η αναδρομή του συγγραφέα σε διαφορετικά συστήματα οργάνωσης της ζωής των ανθρώπων (στους Αζτέκους, στους Άραβες, στους Θιβετανούς), επιτυγχάνει το στόχο της. Ο Bataille καθιστά σαφές το γεγονός πως η μετατροπή του αποθέματος σε κεφάλαιο δεν είναι παρά μια ιστορική επιλογή.

Θα μπορούσε κανείς άραγε να υποστηρίξει ότι η έκθεση του Δημήτρη Χαλάτση (που δηλώνει κάπου αφοπλιστικά ότι γνωρίζει το βιβλίο του Bataille, αλλά όχι σε βάθος – στάση, νομίζω, όχι μόνο απολύτως έντιμη μα και απολύτως ορθή: εάν γνώριζε σε βάθος το βιβλίο, κι εδώ διατυπώνω μια προσωπική άποψη, η έκθεση πιθανόν να ήταν ρηχή, και δεν είναι), θα μπορούσε λοιπόν κανείς να υποστηρίξει ότι η έκθεση όχι μόνο αποτελεί μιαν εκδοχή εικαστικής τεκμηρίωσης του προβλήματος του καταραμένου αποθέματος μα καταφάσκει επίσης υπέρ της «μη αναπαραγωγικής» του διαχείρισης, υπέρ της δαπάνης και της ανάλωσής του; Και πώς μια τέτοια ανάλωση υλοποιεί συμβολικά την ανατροπή των σχέσεων που εκτρέφει το κεφάλαιο προτείνοντας τη συγκρότηση μιας άλλης ισορροπίας όπου η δαπάνη, όχι η αναπαραγωγή της συσσώρευσης, αποτελεί την αλληλέγγυα δύναμη της ζωής (ό,τι ο Bataille αποκαλεί μια κατάσταση πλήρους αντίθεσης προς την έννοια του πράγματος);

Ίσως απαιτεί κανείς πολλά από μια έκθεση (μα, πιθανώς, κι από ένα βιβλίο) κι αυτό δεν είναι σωστό, όχι επειδή δυνητικά το βεληνεκές ενός συγκεκριμένου εικαστικού εγχειρήματος είναι περιορισμένο αλλά για έναν άλλο, πιο ουσιαστικό λόγο: είναι η ίδια η διαχείριση των συμβολικών μορφών (και μια έκθεση ή ένα βιβλίο δεν είναι τίποτε άλλο), που εκ των πραγμάτων διαθέτει περιορισμένο βεληνεκές παρά τις θριαμβολογίες όσων τρέφονται παρασιτικά από την διογκωμένη αξία της τέχνης εντός του παγκοσμιοποιημένου χρηματιστηρίου του πολιτιστικού κεφαλαίου (που φυσικά δεν είναι παρά «μεταμφιεσμένο» οικονομικό κεφάλαιο). Ωστόσο, το να θίξει, το να υπαινιχθεί κανείς γόνιμα ένα πρόβλημα και να προτείνει και μια λύση του με μιαν έκθεση είναι ήδη, στα μέτρα του βεληνεκούς που του αναλογεί, ένα σημαντικό επίτευγμα, ιδίως όταν ό,τι προτείνεται ως περιγραφή (ένας τίτλος ας πούμε) ανταποκρίνεται στο περιεχόμενο του εγχειρήματος, με συνεπή και αυθεντικό τρόπο. Η έκθεση του Δημήτρη Χαλάτση αποτελεί μια τέτοια περίπτωση.

Ο Νίκος Δασκαλοθανάσης είναι καθηγητής ιστορίας της τέχνης στην ΑΣΚΤ.