«Καταραμένο απόθεμα»

Βανέσσα Θεοδωροπούλου

Στο όνομα της ισχυρότερης ιδεολογίας της μοντέρνας εποχής, εκείνης της «ανάπτυξης», φερόμενη ως εγγυητής ισότητας και δικαιοσύνης, οι σύγχρονες οικονομίες μας αγωνιούν να παράγουν πλούτο και επιθυμία, πανίσχυρες, «μαγικές» μηχανές παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών, υποσχόμενες καταμερισμό του πλούτου, άνοδο του βιοτικού επιπέδου και ευ ζην. Λαμπερός όσο και τραγικός ήρωας αυτής της ιστορίας, ο νεοφιλελεύθερος homo oeconomicus, από συνεργός και συμμέτοχος σε μια διαδικασία διακίνησης και ανταλλαγής, έστω με διαφορετικής φύσεως διακυβεύματα, έχει μεταμορφωθεί ο ίδιος σε επιδέξια και άκρως εξειδικευμένη παραγωγική μηχανή, σε «ανθρώπινο κεφάλαιο». Ο σύγχρονος οικονομικός άνθρωπος είναι παραγωγός και καταναλωτής της ίδιας του της ικανοποίησης, επιχειρηματίας του ίδιου του τού εαυτού, όπως τόσο εύστοχα παρατήρησε πρώτος ο Φουκώ, αρχαιολογώντας τη γέννηση της βιοπολιτικής. Εάν μια τέτοια νέα συνθήκη μπορεί να φαντάζει χειραφετητική, αναμφισβήτητη συνέπειά της είναι μια νέας μορφής angst: ζούμε σήμερα στα όρια μιας υπαρξιακής αγωνίας απέναντι στην πιθανότητα απώλειας τόσο της ικανότητάς μας να παράγουμε, όσο και της δυνατότητας της οικονομίας μας να παράγει αφθονία, πλεόνασμα, το περίφημο καταραμένο απόθεμα για το οποίο μιλάει στο ομότιτλο βιβλίο του ο Ζωρζ Μπατάιγ. Αυτή η αγωνία, αυτός ο φόβος και η αγωνιώδης αναζήτηση λύσης, είναι από μόνες τους συνθήκες ανελευθερίας, συγχέοντας το ίδιο το αίτημα της ελευθερίας με υποχρεώσεις που σχετίζονται με οτιδήποτε άλλο παρά με την αναζήτηση της ελευθερίας. Στη σχιζοειδή και παράδοξη πραγματικότητα που βιώνουμε εδώ σήμερα, ο homo oeconomicus, του οποίου ο πολιτισμός και η ίδια η ύπαρξη είχε και έχει ως κινητήρια δύναμη την ανάλωση του καταραμένου του αποθέματος, έχει φτάσει να αρνείται τόσο να θυσιάσει αυτό το απόθεμα στον βωμό μιας ανάπτυξης η οποία τον αποκλείει, όσο και να το σπαταλήσει. Το καταραμένο απόθεμα μιας κοινωνίας που αγωνιά κείτεται στα σπλάχνα της θαμμένο και αθέατο σαν εξαίσιο πτώμα. Πτώμα ανάμεσα σε πτώματα. Ο εντυπωσιακός μηχανισμός διακυβέρνησης που έχει σήμερα υποκαταστήσει την κοινωνία των πολιτών, έχει καταφέρει όχι μόνο να υποκαταστήσει την γιορτινή, ανταγωνιστική ή παιχνιδιάρικη σπατάλη με την κατανάλωση, ή την frustration (αίσθημα ματαίωσης και διάψευσης) αλλά και να θεαματικοποιήσει την εικόνα της καταστροφής της ζωής, της εξαίρεσης και του αποκλεισμού ως μη αποφευκτέες «παράπλευρες απώλειες» εν μέσω περιόδου απορρύθμισης και κρίσης.

Η νέα ατομική έκθεση του Δημήτρη Χαλάτση σχετίζεται άμεσα με τη λειτουργία και τα συμπτώματα (συν-πτώματα) αυτού του μηχανισμού, τον οποίο ο καλλιτέχνης παρατηρεί με το «άστοχο» βλέμμα ενός ιδιότυπου περιπλανώμενου (ρακο)συλλέκτη. Μια σειρά από αντικείμενα-ευρήματα συνυπάρχουν στον χώρο με σχέδια, ζωγραφικά και γλυπτικά έργα, ένα βίντεο και μια φωτογραφία. Οι συσχετισμοί είναι διαυγείς, κάθε έργο μετατοπίζει το βλέμμα και διευρύνει το αίτημα αντίστασης ή απορρύθμισης του dispositivo καταδεικνύοντας την πολυπλοκότητα της βιοπολιτικής λειτουργίας του. Εάν οι επτά γάντζοι ρακοσυλλέκτη παραπέμπουν σε μια εικόνα «μιζέριας» στερεοτυπικά συνυφασμένης με την ανεργία και την οικονομική κρίση, η παράθεσή τους ως αρχειοθετημένα αντικείμενα στον τοίχο κινητοποιεί έναν αρχαιολογικού τύπου στοχασμό πάνω στην έννοια του εργαλείου σήμερα, και τις δυνατότητες μεταστροφής του στο πεδίο αυτού που ο Τζιόρτζιο Αγκάμπεν ονόμασε «γυμνή ζωή». Η φιγούρα του homo sacer που έχει απασχολήσει τον Ιταλό φιλόσοφο, εκείνου δηλαδή που η κοινότητα, ή το επίσημο δίκαιο αποφασίζει να μην δικάσει και τιμωρήσει με τους συνήθεις τρόπους, αλλά του οποίου τη ζωή απαξιώνει, εξαιρώντας τον από την κοινωνία των πολιτών, στοιχειώνει την έκθεση. Η θέα του καμένου κουφαριού που ξέβρασε η θάλασσα την περίοδο των πυρκαγιών, πέρα από εικόνα φρίκης και οικολογικής καταστροφής, είναι και μια εικόνα γυμνής ζωής, καθόλου άσχετη, μάλλον συγγενική, εκείνης του εργάτη που τον τρώνε τα σκουλήκια. Όταν το κράτος δηλώνει σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, εξαίρεσης –«κρίσης»– στην πραγματικότητα, αυτό που κάνει δεν είναι παρά να αυτοδικαιοδοτείται ως κυρίαρχη εξουσία να επιλέγει με βίαιο και βεβιασμένο τρόπο ποιοι θα είναι πολίτες και ποιοι παρίες, ποιοι καταναλωτές και ποιοι ρακοσυλλέκτες.

Ανάλογα ζητήματα αναδύονται και από τις τσιμεντωμένες κερήθρες που ο Δημήτρης τοποθετεί στο πάτωμα, άμεση αναφορά στην πρακτική του τσιμεντώματος των βομβαρδισμένων σπιτιών Παλαιστινίων από Ισραηλινούς. Προφανής αλληγορία της κοινότητας, η κυψέλη, κατεστραμμένη με χρήση του κατεξοχήν μοντέρνου πολεοδομικού υλικού, εισάγει στον χώρο προβληματικές στην ουσία τους διαζεύξεις όπως εκείνη ανάμεσα στην φύση και τον πολιτισμό, το οργανικό και το κοινωνικό, την επιστήμη και την πολιτική, καθώς σύμβολα προόδου συνδέονται με πρακτικές καταστολής κάθε δυνατότητας ανασύστασης και ανάπτυξης μιας κατεστραμμένης κοινότητας. Η φωτογραφία από την ιστορική συνδιάσκεψη του ΝΑΤΟ (του 1952, χρονιά ένταξης της Ελλάδας στον διεθνή οργανισμό) με το μοσχαρίσιο στομάχι τοποθετημένο πάνω στην εικόνα, αλλά και τα σχέδια με τα τερατόμορφα υβριδικά πλάσματα, μεταξύ ανθρώπου και ζώου, η γλάστρα με την κρεμάλα, η ουρά σαύρας που χορεύει νεκρή, εντείνουν την παρουσία του οργανικού και του ζωώδους ως ανθρώπινα ανάλογα, ενώ το σβησμένο πρόσωπο των απαγχονισμένων εργατών θέτει ζητήματα απώλειας ταυτότητας και αποϋποκειμενοποίησης. Το κοινωνικό σώμα σχηματίζεται –εν τη απουσία του– ως μαζική ακέφαλη κι απρόσωπη παραγωγική δύναμη που τροφοδοτεί το «στομάχι», την ευφυία και την δημιουργικότητα του κυβερνητικού μηχανισμού.

Κοντά στην σπατάλη και την πολυτέλεια (που βέβαια έχουν αποκτήσει στις νεοφιλελεύθερες κοινωνίες αρνητική σημασία, συνδεόμενες με την αδικία και τη διαστροφή της ίδιας της έννοιας του πλούτου), ο ερασιτεχνισμός και το διακοσμητικό (ornement) έχουν υπάρξει εξίσου ιστορικοί εχθροί της λιτότητας και του ωφελιμισμού αλλά και μιας μοντερνιστικής ανάγνωσης της ιστορίας της τέχνης. Η ζωγραφισμένη με μαρκαδόρους φθαρμένη ροζέτα του Δημήτρη Χαλάτση στέκει σαν μελαγχολικό μνημείο μιας πάλαι ποτέ (μικρo)αστικής φαντασίωσης ευμάρειας, χαλασμένο ρομαντικό οικόσημο σε έναν κόσμο ηγεμονίας αφηρημένων,«καθαρών» γραμμών και σχημάτων. Η παρουσία ενός διπλά περιττού πια αντικειμένου, ζωγραφισμένου με την αφέλεια και τον ερασιτεχνισμό ενός παιδιού, μετακινεί για μια ακόμα φορά την οπτική γωνία, κίνηση αναστοχασμού της ίδιας της καλλιτεχνικής (δυσ)λειτουργίας. Αντίστοιχα, κοιτάζοντας το άγραφο πλαστικό «χαρτί» εκτεθειμένο στo φθαρμένo σκρίνιο, πρακτικές όπως η μουσειοποίηση της γνώσης και της μνήμης, αλλά και η ίδια η σχέση μας με την ιστορία, αναδύονται στη σκέψη, δημιουργώντας νέους συσχετισμούς και συγγένειες με τα «πράγματα».

Κεντρικό έργο της έκθεσης, μια αντλία την οποία ο καλλιτέχνης έχει συνδέσει με τρία δοχεία γεμάτα κόκκινο κρασί. Με μια χειρονομία ύστατης βεβήλωσης ο Δημήτρης χύνει μερικές εκατοντάδες λίτρα κρασί στον υπόνομο, ματαιώνοντας συμβολικά με την πράξη του το πανίσχυρο dispositivo που ρυθμίζει, ελέγχει και καθορίζει τις πράξεις και τις συμπεριφορές μας, την ίδια την ροή της ζωής. Το κρασί, σύμβολο εορτής και συνεύρεσης, κοινωνίας και μέθης, κατασπαταλείται προκλητικά από τον καλλιτέχνη, φόρος τιμής στη γυμνή ζωή αλλά και στα φαντάσματα που περιφέρονται ανάμεσά μας.

Η Βανέσσα Θεοδωροπούλου είναι ιστορικός τέχνης και επιμελήτρια εκθέσεων.